- ἐντριβῇ
- ἐντρίβωrub inaor subj pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντριβή — η 1. το τρίψιμο. 2. (ιατρ.), η τριβή της επιφάνειας του δέρματος με την παλάμη ή με ειδικό όργανο για πρόκληση υπεραιμικού ερεθισμού ή για απορρόφηση φαρμακευτικών ουσιών, η μάλαξη, το μασάζ. 3. η φαρμακευτική ύλη που χρησιμοποιείται για εντριβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντριβή — η 1. η ενέργεια τού εντρίβω, τρίψιμο 2. ιατρ. το τρίψιμο τού δέρματος, με την παλάμη ή με ειδικό όργανο, για να προκληθεί υπεραιμία ή να απορροφηθεί φαρμακευτική ή άλλη ουσία 3. συνεκδ. η αλοιφή ή το υγρό που χρησιμοποιείται για τρίψιμο … Dictionary of Greek
ἐντριβῆ — ἐντριβής proved by rubbing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντριβής proved by rubbing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντριβής proved by rubbing masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντριπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντριβή, χρήσιμος, κατάλληλος για εντριβή … Dictionary of Greek
έντριμμα — το (Α ἔντριμμα) νεοελλ. ουσία εξωτερικής χρήσεως, π.χ. υγρό, αλοιφή, κατάλληλα για εντριβή αρχ. καλλυντικό τού προσώπου, ψιμύθιο … Dictionary of Greek
έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο … Dictionary of Greek
ανάτριψη — η (Α ἀνάτριψις) [ανατρίβω] παρατεταμένο ελαφρό τρίψιμο του δέρματος, εντριβή, μάλαξη … Dictionary of Greek
κηρεμβροχή — κηρεμβροχή, ἡ (Α) θερμό έμπλαστρο από λειωμένο κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἐμβροχή «εντριβή με αλοιφή»] … Dictionary of Greek
ξηροτριβία — ξηροτριβία, ἡ (Α) [ξηροτριβώ] εντριβή που γίνεται χωρίς τη χρήση λαδιού ή άλλου ελαιώδους υγρού, ξηρό τρίψιμο («αἱ ξηροτριβίαι στερεὰν τὴν σάρκα παρασκευάζουσιν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek